ΠΕΡΙ ΜΕΙΩΣΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ


Πρόσφατα δημοσιεύθηκε η  έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής των Ελλήνων επί του νομοσχεδίου για την τροποποίηση των διατάξεων του ν.4387/2016.  Σταχυολογώντας κάποια από τα κυριότερα σημεία της εξαίρετης αυτής έκθεσης που τιμά τους εισηγητές  και τα μέλη της εν λόγω υπηρεσίας, κρίνεται αναγκαίο να αφιερωθεί η σημερινή αρθρογραφία εκ ολοκλήρου στο παρακάτω σημείο, όπως αυτό αντλείται αυτούσιο από το περιεχόμενο της έκθεσης και το οποίο σαφώς θα διευκολύνει τον αναγνώστη να αντιληφθεί άμεσα και περιεκτικά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δικαιολογείται η όποια παρέμβαση στις συνταξιοδοτικές παροχές και να εξάγει τα δικά του   ασφαλή συμπεράσματα. Επισημαίνεται λοιπόν στην εν λόγω έκθεση:

«…όταν ο νοµοθέτης επιχειρεί µεταρρύθµιση του συστήµατος κοινωνικής ασφάλισης που κατατείνει στον εκ νέου υπολογισµό των συντάξεων, τόσο των ήδη συνταξιούχων όσο και των µελλοντικών δικαιούχων, οφείλει να προβαίνει προηγουµένως σε εµπεριστατωµένη µελέτη, προκειµένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκµηριωµένα ότι η λήψη των συγκεκριµένων µέτρων είναι συµβατή µε τις σχετικές συνταγµατικές δεσµεύσεις, τις απορρέουσες, µεταξύ άλλων, από το θεσµό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της µελέτης αυτής, οφείλει, κατ’ αρχάς, ο νοµοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίµηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβληµα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιµότητα των ασφαλιστικών οργανισµών (και, µάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, εν όψει της διοικητικής και οικονοµικής του αυτοτέλειας), κυρίως δε, η παρατεινόµενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συµβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου µεγάλων κατηγοριών του πληθυσµού συνεπεία µέτρων αντίστοιχων µε τα επίδικα (µειώσεις συντάξεων και µισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων– να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών µέτρων. Τούτο δε εν όψει και της διαπιστώσεώς του ότι τα αντίστοιχα µέτρα που είχε λάβει µέχρι τώρα (µειώσεις συντάξεων και µισθών) δεν έχουν αποδώσει τα αναµενόµενα και ότι η οικονοµική ύφεση είχε ενταθεί µε ρυθµούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόµη δε, ο νοµοθέτης πρέπει περαιτέρω να µελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογηµένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα µειονεκτήµατα της καθεµιάς για τους επιδιωκόµενους δηµόσιους σκοπούς (δηµοσιονοµική προσαρµογή, βιωσιµότητα των ασφαλιστικών οργανισµών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 Συντ., επιπέδου ζωής των ασφαλισµένων).

Τέλος, εφ’ όσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νοµοθέτης επιλέξει, να προβεί σε συγκεκριµένες περικοπές συντάξεων (επιλογή, κατ’ αρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), [οφείλει] προηγουµένως να εξετάσει µε τρόπο επιστηµονικό και δικαστικά ελέγξιµο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγοµένων,  αθροιζόµενες µε τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά µέτρα αντιµετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόµενες µε τις ευρύτερες κοινωνικοοικονοµικές συνθήκες της διανυόµενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδηµα, έκταση και περιεχόµενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη µείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώµατος.

"Δημοσιεύθηκε στην Ελευθερία του Τύπου στις 21/5/2017"